Του Γιώργου Ρακκά*
Η πανδημία του κορωνοϊού είναι από εκείνες τις ιστορικές τομές που αφήνουν βαθύ το αποτύπωμά τους σε παγκόσμια κλίμακα· ιδίως όταν ξεσπάει σε μια εποχή όπως η δική μας, όπου το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης βρίσκεται ήδη σε παρατεταμένη κρίση. Η εμφάνιση και η μετάδοση του ιού, που οφείλεται σε δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης –την υπερεντατικοποίηση στην εκμετάλλευση της βιόσφαιρας και τις καταιγιστικές ροές της ανθρώπινης κινητικότητας–, επιταχύνει την αποδόμησή της, γιατί φέρνει στο προσκήνιο τις αδυναμίες της: είναι εύκολο, για μια διεθνοποιημένη οικονομία, να καλπάζει ελέγχοντας τμήματα των εθνικών οικονομιών μια και τα εθνικά κράτη της διασφαλίζουν τις εξω-οικονομικές προϋποθέσεις της – δηλαδή, συνοχή των κοινωνιών, εκπαίδευση των πληθυσμών, σχετική εγγύηση της αναπαραγωγής τους. Αν όμως η ίδια η παγκοσμιοποίηση το παρακάνει στην κατεδάφισή αυτών των προϋποθέσεων, τότε μπλοκάρεται η ίδια η λειτουργία της – όπως αποκαλύφθηκε με την παγκόσμια υγειονομική κρίση της πανδημίας.
Διότι ποιος ιδιωτικός φορέας θα αναλάβει το κόστος για την προστασία των πληθυσμών και τις εγγυήσεις για τη λειτουργία της οικονομικής σφαίρας; Ως διά μαγείας, οι παντοδύναμες πολυεθνικές και οι άλλοι ιππότες της ξέφρενης χρηματιστηριοποίησης αναδιπλώνονται και απαιτούν από τα εθνικά κράτη να επανέλθουν στους παρεμβατισμούς που άλλοτε οι ίδιοι κατήγγελλαν –παράδειγμα, ο Τζωρτζ Σόρος που, στις προτάσεις του για την αντιμετώπιση της πανδημίας, θεωρεί ότι τα κράτη, ιδίως της Ε.Ε., δεν δαπανούν όσα θα έπρεπε!
H παντοδυναμία του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, επομένως, ήταν πραγματική μεν, εύθραυστη δε, καθώς εξαρτιόταν από κανονικότητες που δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι ίδιοι για λογαριασμό τους. Εξ ου και η αιφνίδια μεταστροφή υπέρ του κρατισμού, καθώς και η αντανακλαστική αποπαγκοσμιοποίηση που προέκυψε με το ξέσπασμα της πανδημίας: το εθνικό κράτος παραμένει ο μόνος αξιόπιστος οργανισμός που μπορεί να κινητοποιήσει τους ανθρώπους στη μεγάλη συλλογική κλίμακα.
Η μετάβαση, ωστόσο, δεν θα είναι ήπια. Καθώς η υπερπαγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός εκθέτουν τις κοινωνίες και τις οικονομίες σε τεράστιες αλληλεξαρτήσεις, η απότομη διάρρηξή τους βιώνεται επώδυνα απ’ όλους μας. Η περίοδος της πανδημίας ανήκει σε ένα μεσοβασίλειο χάους και αστάθειας, όπου ο υγειονομικός αντίκτυπος της κρίσης δίνει τη σκυτάλη στον οικονομικό και τον κοινωνικό.
Το χαλί τραβιέται βίαια κάτω από τα πόδια των ανθρώπων και, μέσα σε αυτή τη σύγχυση, οι ελίτ δοκιμάζουν να τροποποιήσουν τις στρατηγικές και τις ατζέντες διακυβέρνησης που υλοποιούν. Ο «τεχνοφασισμός» είναι μία από αυτές τις επιλογές, καθώς η ανάγκη της παγκόσμιας οικονομίας για γρήγορη εγκατάλειψη του λοκντάουν και για την εφαρμογή επιλεκτικών και όχι καθολικών μέτρων κοινωνικού περιορισμού προσφέρει το προβάδισμα στις νέες τεχνολογίες επιτήρησης, καθώς οι αρχές καλούνται να κάνουν το μέχρι σήμερα αδιανόητο: να στήσουν έναν μηχανισμό που σε πραγματικό χρόνο θα καταγράφει τα κρούσματα και τις κοινωνικές τους επαφές, ώστε η επέμβαση των υγειονομικών μηχανισμών να γίνεται «επί τόπου». Κάτι που προφανώς θα εντατικοποιήσει όλες τις τεχνολογίες επιτήρησης και ανάλυσης δεδομένων, που, ήδη όμως, έχουν την τελευταία δεκαετία ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Η κεφαλαιοποίηση της Google, που είναι ο μεγάλος παίκτης στη διαχείριση δεδομένων, ξεπερνάει το ΑΕΠ της Ολλανδίας (0,9 τρισ.$), και αυτή η οικονομική βαρύτητα εκφράζει χαρακτηριστικά το αποτύπωμα που αφήνουν οι τεχνολογίες αυτές στην καθημερινότητά μας.
Ο κοινωνικός δαρβινισμός της «ανοσίας αγέλης»
Απέναντι στην πραγματικότητα της παγκόσμιας πανδημίας, ορθώνεται ένα ρεύμα κοινωνικής καταγγελίας και κριτικής που διαπερνά οριζόντια τα πολιτικά στρατόπεδα και τις παρατάξεις, έχοντας καταφέρει να ενώσει ακόμα και κομμάτια της εθνομηδενιστικής Αριστεράς και των αντιεξουσιαστών με τη λαϊκιστική Δεξιά και μερίδες του πατριωτικού χώρου.
Το ρεύμα αυτό αμφισβητεί τη σοβαρότητα της κατάστασης, λέει ότι τα μέτρα που έλαβαν τα κράτη σε πλανητικό επίπεδο προς αντιμετώπιση του κορωνοϊού υπήρξαν υπερβολικά, ότι παράγοντες της παγκοσμιοποίησης σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τη διάχυτη ανασφάλεια για να πλήξουν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των ανθρώπων μέσα στις προηγμένες κοινωνίες. Στην αιχμή αυτής της κριτικής βρίσκονται εναλλακτικές πολιτικές στρατηγικές «ανοσίας αγέλης» ή επιλεκτικού, προαιρετικού κοινωνικού περιορισμού.
Οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία προσπάθησαν να εφαρμόσουν την πρώτη επιλογή, η Σουηδία τη δεύτερη. Αξίζει να δούμε τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών για να δείξουμε ότι, αντί να αντιπροσωπεύουν πραγματικές εναλλακτικές λύσεις, οι πολιτικές αυτές διαποτίζονται από μια βαθύτατη κοινωνική αναλγησία, υλοποιώντας αρχές που πολύ συχνά βρίσκονται στον αντίποδα εκείνων που τις υιοθετούν.
Ο Κορωνοϊός στις ΗΠΑ, υπόθεση των ‘παγκόσμιων πόλεων’: Τα περισσότερα κρούσματα εντοπίζονται στις πολιτείες που έχουν την μεγαλύτερη υπερεθνική κινητικότητα: Νέα Υόρκη (140.700), Καλιφόρνια (71.100) και Φλόριντα (41.900)
Αρχικώς, αξίζει να επαναλάβουμε κάτι που επισημαίνει ο Κ. Γεώρμας σε άρθρο του με τίτλο Η Γεωπολιτική του Κορονωϊού, το οποίο και περιλαμβάνεται στο 118ο τεύχος του Άρδην που μόλις δόθηκε σε κυκλοφορία: H ταχεία εξάπλωση του ιού προέκυψε αρχικώς καθώς τα κράτη καθυστέρησαν να αξιολογήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης και να προχωρήσουν σε αυστηρά μέτρα. Τόσο στην Κίνα, αρχικώς, όσο και στην Ιταλία και την Ισπανία, οι ιθύνοντες δίστασαν αρχικώς να εφαρμόσουν μια πολιτική απαγορεύσεων, περιοριζόμενοι σε απλές συστάσεις, από τον φόβο του οικονομικού κόστους. Η κινεζική Πρωτοχρονιά είναι από μόνη της μια αγορά, καθώς τα εκατομμύρια των κινεζικών μεσοστρωμάτων εγκαταλείπουν τις γεμάτες από καυσαέριο πόλεις τους· ομοίως, για το Μιλάνο, οι αρχές αρνήθηκαν να βγουν από τον προγραμματισμό της ετήσιας εβδομάδας μόδας, με συνέπεια αυτή να μετεξελιχθεί σε έναν σημαντικό πόλο διασποράς, και το ίδιο συνέβη και με τα γεμάτα ποδοσφαιρικά γήπεδα στην Ισπανία. Με λίγα λόγια, ο κορωνοϊός επεκτάθηκε τόσο γρήγορα και η επιδημία του μετεξελίχθηκε σε πανδημία επειδή παγκόσμιες πόλεις-κόμβοι της πλανητικής υπερκινητικότητας καθυστέρησαν να αποκριθούν στις εκκλήσεις, ακολουθώντας την προτεραιότητα της οικονομίας και τον φόβο από την απώλεια κερδών.
Είναι πολύ πιθανόν αυτές οι καθυστερήσεις να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να προσλάβει η κρίση του κορωνοϊού διαφορετική έκβαση από εκείνην της επιδημίας του 2008-2009, για παράδειγμα, που εν τέλει είχε περιφερειακό και όχι παγκόσμιο αντίκτυπο. Με τα λόγια του Πωλ Κρούγκμαν, νομπελίστα οικονομολόγου, «πέρασαν πολλές εβδομάδες στην άρνηση», και αυτό ήταν καίριας σημασίας ώστε να ξεφύγει από τον έλεγχο ο κορωνοϊός σε πολλές χώρες. Η παγκόσμια πόλη, λοιπόν, ήταν το πεδίο όπου κατ’ εξοχήν εξαπλώθηκε η πανδημία.
Νέα Υόρκη, ΗΠΑ και «ανοσία αγέλης»
Η Νέα Υόρκη είναι η πρωτεύουσα των «παγκόσμιων πόλεων». Διόλου τυχαία, είναι και η πόλη που χτυπήθηκε περισσότερο από την πανδημία. Η πόλη της Νέας Υόρκης θα καταγράψει 15.000 επιβεβαιωμένους θανάτους από κορωνοϊό, και 5.000, επί πλέον, που συνδέονται με την ασθένεια. Ο συνολικός αριθμός των είκοσι χιλιάδων ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους αντιστοιχεί στο 0,2% του συνολικού πληθυσμού, και όχι μόνον των νοσούντων. (πηγή)
Η φονικότητα του κορωνοϊού έχει τη δική της κοινωνική γεωγραφία. To περιοδικό TIME επιχείρησε να καταγράψει τα κρούσματα στις γειτονιές της Νέας Υόρκης. Ανακάλυψε ότι το 36% των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων προέρχεται από τις γειτονιές του φτωχότερου 25% της εισοδηματικής κλίμακας (μέσο εισόδημα 36.245$). Για τις γειτονιές όπου μένει το πλουσιότερο 25%, το αντίστοιχο ποσοστό μόλις που αγγίζει το 10% (πηγή).
Η πανδημία χτυπάει τους φτωχότερους που, λόγω κακής διατροφής, έχουν και τις μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν καρδιακά νοσήματα, μάλιστα νωρίτερα απ’ ότι συμβαίνει στους πιο ευκατάστατους, ενώ ταυτόχρονα ζουν σε μικρότερα σπίτια. Είναι το ίδιο κομμάτι του πληθυσμού που δεν έχει πρόσβαση στην περίθαλψη. Τα στατιστικά δεδομένα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας: το 40% των Αμερικανών δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά μια έκτακτη ιατρική δαπάνη της τάξεως των 400$, 28,7 εκατομμύρια δεν έχουν πρόσβαση σε καμιάς μορφής ασφάλιση, ενώ το 47% εκείνων που εργάζονται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα δεν δικαιούται άδεια μετ’ αποδοχών (πηγή).
Η στατιστική πέφτει και αυτή θύμα των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων, και της ελλιπούς πρόσβασης των κατώτερων στρωμάτων στο σύστημα υγείας: η πολιτεία της Νέας Υόρκης καταγράφει ως θανάτους από κόβιντ 19 τα περιστατικά που καταλήγουν στο νοσοκομείο και επιβεβαιώνονται εκεί. Δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις όπου εμπλέκονται περισσότερα υποκείμενα νοσήματα, ούτε εκείνες που καταλήγουν στα γηροκομεία ή στα σπίτια τους. Ωστόσο, η πόλη της Νέας Υόρκης, πιο κοντά στο πνεύμα της Γαλλίας και του Βελγίου, καταγράφει επίσης και τους πιθανούς θανάτους από κορωνοϊό – τους ασθενείς δηλαδή που καταλήγουν από υποκείμενο νόσημα και έχουν εκδηλώσει συμπτώματα κορωνοϊού. Εξάλλου, έντυπα όπως οι New York Times και ο Economist πραγματοποιούν μια στατιστική επαλήθευση αντιπαραβάλλοντας τα επίσημα στατιστικά στοιχεία θανάτων από κορωνοϊό με εκείνα που δημοσιοποιούν τα κράτη και οι περιφέρειές τους για τον συνολικό αριθμό θανάτων κατά τους μήνες επίδρασης της πανδημίας. Το ποσοστό των συνολικών θανάτων συγκρίνεται με τον αντίστοιχο μέσο όρο των τελευταίων 5 ετών, και η υπερβάλλουσα αύξηση των φετινών θανάτων, που επαληθεύεται σε πολλές περιπτώσεις, δίνει μια καλύτερη εικόνα του αντίκτυπου που είχε ο κορωνοϊός στον εκάστοτε πληθυσμό αναφοράς. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται η προσπάθεια να καλυφθούν στατιστικά οι θάνατοι εκείνων που δεν καταφέρνουν να καταλήξουν στο σύστημα υγείας, και να καταγραφούν ως τέτοιοι, ή πιθανώς και αποκρύβονται. Έτσι, η Αγγλία ή η Ολλανδία έχουν σχεδόν διπλάσιο αριθμό θανάτων από εκείνον που δηλώθηκε (πηγή)
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να ακολουθήσουν χαλαρές πολιτικές, τουλάχιστον μέχρι τις 16 Μαρτίου, όταν υπήρξε το πρώτο μέτρο κοινωνικού περιορισμού. Ήδη όμως, η αμερικανική κυβέρνηση είχε προειδοποιηθεί εγκαίρως για την φονικότητα της πανδημίας: Στους Τάιμς της Νέας Υόρκης έχουν δημοσιοποιηθεί ολόκληρα μηνύματα από την αλληλογραφία μεταξύ αξιωματούχων των αρμόδιων αμερικανικών υπηρεσιών, του Πενταγώνου, και του επιστημονικού προσωπικού της δημόσιας υγείας, όπου, από τα τέλη Ιανουαρίου, τονίζεται η σοβαρότητα της κατάστασης.
Ωστόσο, η κυβέρνηση άφησε άπραγη να περάσουν και οι δυο υπερπολύτιμες εβδομάδες του Μαρτίου, αν και τα κρούσματα και οι θάνατοι αυξάνονταν διαρκώς. Εκείνες οι εβδομάδες, σύμφωνα με τους επιδημιολόγους Britta L. Jewell και Nicholas P. Jewell, έκριναν και τη σφοδρότητα του ξεσπάσματος της πανδημίας που ακολούθησε. Σύμφωνα με τις στατιστικές τους προβλέψεις, αν τα περιοριστικά μέτρα εφαρμόζονταν 2 εβδομάδες νωρίτερα, οι θάνατοι στις ΗΠΑ θα ήταν μόνο 6.000 περίπου, αντί για πάνω από 80.000 που είναι σήμερα (πράγμα που, τηρουμένων των αναλογιών, έγινε στην Ελλάδα). (πηγή).
Η περίοδος πριν τις 16 Μαρτίου στις ΗΠΑ σφραγίζεται από χαλαρές πολιτικές, και οι συνέπειές τους, που προέκυψαν δυο εβδομάδες μετά, συνιστούν ένα αρκετά αξιόπιστο πείραμα για να καταλάβουμε τι θα συνέβαινε αν ακολουθούσαμε τη θεωρία περί «ανοσίας αγέλης». Μπορούμε να προβάλουμε το τι θα σήμαινε αυτή κοινωνικά, αν σκεφτούμε ότι, για την επίτευξη της επίσημης ανοσίας, θα απαιτούνταν η μετάδοση του ιού στον γενικό πληθυσμό σε ποσοστά 60%-70%.
Αυτή η απεχθής για τον κοινωνικό δαρβινισμό της πολιτική, που αμέλησε να προστατεύσει τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, προωθείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως τάχα «εναλλακτική πολιτική». Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν ανάλγητο επιδημιολογικό νεοφιλελευθερισμό. Και δεν είναι τυχαίο ότι αποπειράθηκε να εφαρμοστεί στις ΗΠΑ, την Αγγλία και την Ολλανδία, τις χώρες που υπήρξαν πρωταγωνιστές στην ιστορική απογείωση του επιθετικού, χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Ούτε είναι τυχαίο, βέβαια, ότι, ως κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο, έχουν τον προτεσταντισμό της ατομικής ευθύνης. Εξ άλλου, το σκεπτικό που κρύβεται πίσω από τη θεωρία για την «ανοσία αγέλης» απηχεί μια εικόνα για την κοινωνία που μοιάζει πολύ με το περίφημο απόφθεγμα της Θάτσερ «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν άνδρες, γυναίκες, και οι οικογένειές τους».
Επιλεκτικός κοινωνικός περιορισμός: η περίπτωση της Σουηδίας
Αν η επιδίωξη «ανοσίας αγέλης» όντως δεν ενδείκνυται ως επιλογή, μήπως θα μπορούσε να υλοποιηθεί μια πολιτική προαιρετικού και επιλεκτικού κοινωνικού περιορισμού όπως συνέβη στη Σουηδία; Ο τρόπος αντίδρασης της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Stefan Löfven θεωρείται από πολλούς ως εξαιρετικό υπόδειγμα εναλλακτικής πολιτικής απέναντι στα οριζόντια μέτρα που εφάρμοσε το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.
H πολιτική της Σουηδίας θεωρήθηκε μια πολιτική εξαιρετικά φιλική ως προς τις κοινωνικές ελευθερίες. Ωστόσο, η οικονομική αναγκαιότητα ήταν εκείνη που υπαγόρευσε την υλοποίησή της και όχι ο χαρακτηριστικός «ανθρωπισμός» της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας. Ένας από τους υπέρμαχους της κυβερνητικής πολιτικής, ο οποίος πήρε από πολύ νωρίς θέση ενάντια σε αυστηρότερα μέτρα κοινωνικού περιορισμού, ήταν ο Jacob Wallenberg: ο Σουηδός «πρίγκηπας των χρηματαγορών», όπως τον έχει αποκαλέσει ο Guardian, επικεφαλής ενός οικογενειακού χαρτοφυλακίου στο οποίο περιλαμβάνονται κολοσσοί των τηλεπικοινωνιών, όπως η Ericsson, και μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες στον σκανδιναβικό κόσμο, η SEB. (πηγή)
Νοσηλείες ανά χώρα στην Σκανδιναβία. Μόνο το υψηλά χρηματοδοτούμενο σουηδικό σύστημα υγείας θα μπορούσε να διαχειριστεί μια τέτοια πίεση (πηγή)
Η εφαρμογή της σουηδικής πολιτικής στηρίζεται σε μια σειρά παραδοχών που αφορούν στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης χώρας, κάτι που ακόμα και οι ιθύνοντές της παραδέχονται εκφράζοντας σκεπτικισμό για το εάν θα μπορούσε να λειτουργήσει αλλού, ακόμα και στον βαθμό που λειτούργησε: στη Σουηδία, περισσότερος από τον μισό πληθυσμό (52%) αποτελείται από μονοπρόσωπα νοικοκυριά (πηγή), ενώ η πυκνότητα του πληθυσμού της είναι οκτώ φορές μικρότερη απ’ ό,τι στην Ιταλία και τρεις φορές μικρότερη από την Ελλάδα. Υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης απολαμβάνει ο κρατικός μηχανισμός ενώ το σύστημα υγείας χρηματοδοτείται αδρά, με 11% του ΑΕΠ, την ίδια στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 9%. (πηγή).
Όλα αυτά βέβαια δεν απέτρεψαν την εκτόξευση του αριθμού των θυμάτων, καθώς η πανδημία χτύπησε, ιδιαίτερα σφοδρά μάλιστα, τα γηροκομεία της χώρας. Μέχρι τις 13 Μαΐου 2020, η Σουηδία μετρούσε 27.909 κρούσματα και 3.460 θανάτους, τριπλάσιους απ’ όσους είχαν η Δανία, η Φινλανδία, και η Νορβηγία μαζί (1.046).
Αυτό που συνέβη στη Σουηδία ήταν ότι, ελλείψει ισχυρής κρατικής παρέμβασης, δημιουργήθηκαν πολλές ταχύτητες και πραγματικότητες εντός της χώρας. Οι πιο ηλικιωμένοι και οι ευπαθείς ομάδες κλείστηκαν μέσα οικειοθελώς, ενώ οι νεότεροι συνέχισαν στην καθημερινότητά τους: «Δεν με νοιάζει καθόλου, εάν αρρωστήσω, αρρώστησα», λέει στην Wall Street Journal o Elliott Bergqvist, 21χρονος μηχανικός αυτοκίνητων· την ίδια στιγμή λέει ότι η γιαγιά του έχει να βγει έναν μήνα από το σπίτι. Όπως και έκαναν οι περισσότεροι της γενιάς των «μπέιμπι μπούμερς», ακολουθώντας τις συστάσεις της κυβέρνησης. (πηγή)
Σαν συνέπεια αυτής της αντιφατικής συμπεριφοράς, οι μεγάλες πόλεις της Σουηδίας δεν ήταν ούτε «κλειστές» ούτε «ανοιχτές». Η αγορά μπορεί να λειτουργούσε, τα μεγάλα πολυκαταστήματα, τα μπαρ και τα καφέ, αλλά, από εκεί και πέρα, η πτώση στην καταναλωτική ζήτηση και τις μετακινήσεις υπήρξε και εκεί αισθητή. Επίσης, η οικονομία, επειδή στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές, θα δοκιμαστεί ούτως ή άλλως εξαιτίας της παγκόσμιας κατάστασης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει σε 6,1% την πτώση του ΑΕΠ στη Σουηδία, έναντι 7%-8% στην υπόλοιπη Ευρώπη (πηγή).
Η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας είναι πιο απαισιόδοξη, υπολογίζοντας την πτώση να κυμαίνεται μεταξύ 6,9%-9,1%. Αξίζει μια συγκριτική αναφορά και με τις εκτιμήσεις των άλλων σκανδιναβικών χωρών που τα έχουν πάει πολύ καλύτερα σε σχέση με την αντιμετώπιση της πανδημίας: Νορβηγία 5,5%, Φινλανδία 6% και Δανία 6,5%. [πηγή] Ενδιαφέρον έχει, επίσης, και το γράφημα που συγκρίνει την κινητικότητα του κόσμου στα καταστήματα αναψυχής και λιανικής πώλησης, στη Σουηδία, τη Δανία και τη Νορβηγία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δεδομένα ανήκουν στην Google, η οποία καταγράφει τα δρομολόγια μέσα από το λογισμικό πλοήγησης, που είναι εγκατεστημένο σε όλα τα έξυπνα τηλέφωνα: Με τη χρήση της εφαρμογής των «χαρτών» της Google, ενεργοποιείται και η καταγραφή του κάθε δρομολογίου που κάνει ο χρήστης. (πηγή)
Τι μένει στο πηλίκον, λοιπόν, από τη σουηδική εμπειρία; Η αίσθηση της κανονικότητας μπορεί να μην διαταράχτηκε τόσο πολύ εκεί, όσο διαταράχτηκε στις υπόλοιπες χώρες, όπου ο κοινωνικός περιορισμός αποτυπώθηκε μεταξύ άλλων και ως συλλογικό τραύμα. Στην πραγματικότητα, όμως, ένα μεγάλο κομμάτι ενός σχετικά γερασμένου πληθυσμού (μέσος όρος 41,5 χρόνια) εφάρμοσε από μόνο του τον κοινωνικό περιορισμό, την ίδια στιγμή που οι πόλεις παρέμεναν ανοιχτές για τους μιλένιαλς (μεταξύ 20-40), οι οποίοι συνέχισαν να ζουν στην πρότερη καθημερινότητά της.
Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική της κυβέρνησης έδωσε προτεραιότητα σε αυτές τις κατηγορίες του πληθυσμού, τους λιγότερο ή περισσότερο ευκατάστατους νέους, και αυτοί με τη σειρά τους συντήρησαν κυρίως τη διασκέδαση και την εστίαση μέσα στις μεγάλες πόλεις. Το οικονομικό αποτύπωμα, ωστόσο, αυτής της δραστηριότητας δεν στάθηκε δυνατό να ισοσταθμίσει την απώλεια από τις παγκόσμιες λειτουργίες της σουηδικής οικονομίας.
Η περίπτωση της Σουηδίας έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο. Η δημοφιλία της, ωστόσο, δεν οφείλεται μόνο στις «αιρετικές» προσεγγίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που την θεωρούν ως το μεγάλο αντιπαράδειγμα της συνομωσίας υπέρ του κοινωνικού περιορισμού. Υπέρ της έχουν αποφανθεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και το Foreign Affairs, που εξαίρουν την πολιτική της, κατά βάθος διότι αρνήθηκε να παγώσει την οικονομία της.
Ποιο είναι το παράδοξο της υπόθεσης; Ότι, στο πλαίσιο των «αιρετικών» θεωριών που κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η πολιτική της Σουηδίας χαιρετίζεται ως «απάντηση-ράπισμα» στη συνομωσία υπέρ του κοινωνικού περιορισμού και των αυστηρών μέτρων που υποτίθεται ότι έχουν εξυφάνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ο Μπιλ Γκέιτς και η διεθνής του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Πού να ήξεραν οι εκφραστές αυτών των απόψεων ότι το «σουηδικό μοντέλο» είναι το πλέον αγαπημένο του κατεστημένου που καταγγέλλουν, για τους αντίθετους ακριβώς λόγους που το προτιμούν οι ίδιοι.
Όσο για το γενικό πηλίκον της πολιτικής, το 1896, ένας από τους πρώτους κοινωνιολόγους, ο Εμίλ Ντυρκέμ, δημοσιοποίησε μια πραγματεία περί των κοινωνικών αιτιών της αυτοκτονίας. Κατά τη μελέτη του αυτή, έδωσε μια ιδιαίτερη χροιά στην έννοια της «ανομίας» που προσδιόρισε και χρησιμοποίησε κατ’ εξοχήν για να ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα, όπως η υψηλή τάση των αυτοκτονιών στις σκανδιναβικές κοινωνίες. Με την «ανομία» δεν αναφερόταν στη συνήθη ερμηνεία του όρου, την απουσία κανόνων δηλαδή, αλλά εννοούσε την απώλεια συλλογικού νοήματος, την αδυναμία των εκεί κοινωνιών να ενσταλάξουν στα μέλη τους την αντίληψη μιας κοινής μοίρας. Εκατόν είκοσι πέντε χρόνια μετά, η ανομία του Ντυρκέμ ταιριάζει γάντι στην εικόνα που δείχνει η Σουηδία εν μέσω της πανδημίας, όπου ο καθείς ζει μέσα στην ιδιωτική του πραγματικότητα και λίγο νοιάζεται για την κατάσταση της κοινωνίας ως σύνολο.
Επίμετρο: Από τον πολίτη στον υπήκοο και από την πολιτική στη συνομωσιολογία
Η παγκοσμιοποίηση σηματοδότησε μια εποχή εξαιρετικά αδιαφανή και πολύπλοκη. Παρ’ όλο που εμφανίστηκε με μια επιθετική γλώσσα υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων και του πολιτισμικού φιλελευθερισμού, στο πεδίο των συλλογικών δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, σηματοδότησε μια σημαντική οπισθοχώρηση. Η υποβάθμιση των εθνικών κρατών σήμανε ταυτόχρονα και τη σχετικοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας. Οι κοινωνικές πλειοψηφίες σταδιακά αποκλείστηκαν από την πολιτική σφαίρα, τα παραδοσιακά κόμματα που εξέφραζαν τις εργαζόμενες μάζες, όπως η Σοσιαλδημοκρατία ή η ριζοσπαστικότερη Αριστερά, μετασχηματίστηκαν για να εκφράσουν πια μεγαλοαστικές μειοψηφίες υψηλού μορφωτικού επιπέδου.
Το γεγονός αυτό δεν σηματοδότησε μόνο τη μεταμόρφωση των ίδιων των παρατάξεων και των πολιτικών ρευμάτων τις οποίες εξέφραζαν (την ενσωμάτωση, δηλαδή, της Αριστεράς)· σήμανε και την υποχώρηση των κεκτημένων της εθνικής δημοκρατίας και την τροποποίηση της πολιτικής επί το αυτοκρατορικότερον. Είναι η εποχή που η συνομωσιολογία κερδίζει έδαφος, και τείνει επί της ουσίας να υποκαταστήσει την πολιτική συνείδηση μέσα στην λαϊκή κοινωνία.
Η εξέλιξη αυτή είναι συνεπής με το πέρασμα από το έθνος-κράτος στην αυτοκρατορία, και τη συνακόλουθη μετάβαση από τον πολίτη στον υπήκοο. Η πολιτική υποβάθμιση της κοινωνικής πλειοψηφίας, που πλέον κινείται στο περιθώριο,ή τίθεται ακόμα και εκτός της «συναίνεσης της παγκοσμιοποίησης», που τώρα γίνεται ελιτίστικου και μειοψηφικού τύπου, αντανακλάται και στο πνευματικό πεδίο, με τη συνομωσιολογία.
Αν την προσεγγίσουμε από αυτή τη σκοπιά, η συνομωσιολογία μας λέει πολλά περισσότερα για τους ίδιους τους εκφραστές της, σίγουρα περισσότερα απ’ όσα λέει για την κατάσταση που καλείται να περιγράψει. Το σενάριό της είναι απλό: Έχουμε μια σκοτεινή εξουσία που ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, ιδίως τις αμφισβητήσεις και τις κρίσεις που αντιμετωπίζει, οι οποίες πάντοτε καταλήγουν σε νίκη και περαιτέρω ενίσχυσή της. Οι πολίτες είναι άβουλοι, πέφτουν μόνιμα θύματα παραπλάνησης, διατηρούν την ψευδαίσθηση της συμμετοχής σε ένα σύστημα που τους εξαπατά απροκάλυπτα. Οποιαδήποτε αντίσταση είναι μάταιη και η διαφυγή είναι αδύνατη.
Η συνομωσιολογική συνείδηση προσπαθεί να αντισταθμίσει την απελπισία που εκπέμπει με τη δημιουργία, στον εκφραστή της, ενός αισθήματος ανωτερότητας. Η ανωτερότητα προκύπτει από την κατάκτηση της «πραγματικής γνώσης», που είναι πάντοτε απόκρυφη. Η δημοκρατία είναι ένα παιχνίδι που χρησιμεύει για να θέσει σε ομηρία την κοινωνική πλειοψηφία, ενώ εκείνη ακολουθεί έχοντας καταληφθεί από το «σύνδρομο της Στοκχόλμης». Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι πολίτες που ακολουθούν ακόμα τις διαδικασίες κινηματικής ή κομματικής πολιτικής, δεν είναι παρά αφελείς («σανοφάγοι», να μια έκφραση που έχει γίνει του συρμού στη συνομωσιολογική ρητορική) υπήκοοι, πιστά προσκολλημένοι στους ηγεμόνες τους, που πάντοτε τους εξαπατούν.
Δεν χρειάζεται και πολλή ανάλυση για να αντιληφθούμε ότι αυτού του τύπου η στάση αποτελεί έκφραση της περιθωριοποίησης των κοινωνικών πλειοψηφιών (πάντα οι «άλλοι» αποφασίζουν, και πάντα σε βάρος μας) και την ίδια στιγμή λειτουργεί ως βάλσαμο για την ψυχική δυσφορία που αυτή η περιθωριοποίηση παράγει. Η συνομωσιολογία είναι το όπιο της παραγκωνισμένης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αυτή η λειτουργία της την καθιερώνει σαν ένα πολύ αποδοτικό εργαλείο κοινωνικού ελέγχου. Κατ’ αρχάς, «η εικόνα που θέλει ο κυρίαρχος να δείξει για τον εαυτό του», που έλεγε και ο Π. Κονδύλης, αναπαράγεται μέσα από τις ίδιες της θεωρίες που υποτίθεται ότι έρχονται να τον αμφισβητήσουν: Η συνομωσιολογία τρέφει υπερβολική σιγουριά για την αποτελεσματικότητα, τη συνοχή και το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης – περισσότερο ίσως και από τους θερμότερους υποστηρικτές της. Βρίσκεται παντού και μπορεί να κάνει τα πάντα.
Αφού δε τα πάντα μπορούν να απλοποιηθούν/αναχθούν σε μια (προδιαγεγραμμένη) σύγκρουση του καλού με το κακό, τότε ποια είναι η ανάγκη να αναβαθμίζεται το κριτήριο του πολύ κόσμου; Περικυκλωμένη από τις συνομωσιολογικές θεωρίες, η κοινή γνώμη βάλλεται στο πιο αδύναμο σημείο της, την ορθοκρισία της. Υπάρχει και μια διάσταση, εκδίκησης, αυτοκαταστροφικού τύπου, σε αυτές τις συμπεριφορές. Και αυτό γιατί η επίσημη διανόηση, κοινωνικοί και πολιτικοί στοχαστές, καθηγητές πανεπιστημίου, άνθρωποι του πνεύματος και των τεχνών, στην πλειοψηφία τους, έχουν πάρει διαζύγιο από τη λαϊκή κοινωνία έχοντας προσχωρήσει στον αστερισμό των ελίτ.
Εκείνοι που αυτοδιαφημίζονται ως οι κατ’ εξοχήν φορείς και εκφραστές του ορθού λόγου κακίζουν τους πολλούς επειδή ζητούν μια ατζέντα γενικού προστατευτισμού, πολιτικού, οικονομικού πολιτιστικού. Με λίγα λόγια, απαιτούν από το κράτος τους να τους υπερασπιστεί απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, και όμως το αίτημα αυτό αρκεί για να τους αφορίσει επί εθνικισμώ η νομενκλατούρα της παγκοσμιοποίησης. Στο πλαίσιο της προοδευτικής ρητορικής της, η κατηγορία της «οπισθοδρόμησης» παραπέμπει σε όντα κατώτερων αντιληπτικών ικανοτήτων. Με λίγα λόγια, η εχθροπάθεια των μορφωμένων ελίτ έναντι της κοινωνικής πλειοψηφίας αγγίζει τα όρια του κοινωνικού ρατσισμού.
Με τη συνομωσιολογία, δίνεται η δυνατότητα στα θύματα αυτής της προπαγάνδας να επιστρέψουν στους κατηγόρους τους κάτι από τη συκοφαντία και την υποτίμηση με την οποία τους αντιμετωπίζουν: Η επιστημονικότητα με την οποία μας βομβαρδίζουν είναι ψεύτικη. Κάθε συστηματική γνώση είναι όχι μόνον άχρηστη αλλά και ύποπτη, για τα μηνύματα της προπαγάνδας που κρύβει μέσα της.
Έτσι, όμως, μαζί με τη σκάφη και τα βρώμικα νερά της, πετιέται και το βρέφος: Αν το επίπεδο συνειδητοποίησης των «από κάτω» σπανίως ξεπερνάει το επίπεδο της συνωμοσιολογίας, και αν οι «από πάνω» διατηρούν το μονοπώλιο της διανόησης, τότε, η ανισότητα μεταξύ τους διαιωνίζεται, με την ψαλίδα της να μεγαλώνει. Στο τέλος, όλοι είναι ευχαριστημένοι: οι περιθωριοποιημένες πλειοψηφίες εκτονώνονται με τις απορριπτικές τους ιδεολογίες, ενώ οι αποπάνω μπορούν μια χαρά να συνεχίσουν να κρατούν αποκλειστικά τα κλειδιά της συστηματικής γνώσης για τον εαυτό τους. Η κυριαρχία τους, εξ άλλου, δεν πρόκειται να κλονιστεί από ένα πλήθος βυθισμένο μέσα σε αυτοϋπονομευτικές ιδεολογίες.
Χαρακτηριστικό ως προς όλα αυτά ήταν το πάθημα του αντιμνημονιακού κινήματος, στη δεκαετία που κλείνει. Η πιο δημοφιλής άποψη στους κόλπους του ήταν αναμφίβολα συνομωσιολογικού τύπου, η ελληνική κρίση αντιμετωπίζονταν ως «τεχνητό κατασκεύασμα» μιας συνωμοσίας των διεθνών τραπεζιτών. Ένας ολόκληρος χώρος σε κινητοποίηση εθιζόταν εξ αρχής σε εύκολα δίπολα, και προκατεψυγμένα απλοποιητικά σχήματα. Εξ άλλου, αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά και «φως φανάρι», δεν υπήρχε κανένας λόγος να ψάξει κανείς τι συμβαίνει πραγματικά με την Ελλάδα, την οικονομία της, την Ευρώπη κ.ο.κ. Αρκούσε, έναντι όλων αυτών, η ισχυροποίηση μιας πολιτικής δύναμης που θα έλεγε ότι όλοι αυτοί πρέπει να πάψουν να ορίζουν τη μοίρα της Ελλάδας και να πάνε σπίτι τους. Από πολύ νωρίς, οι πλατείες λειτουργούσαν ως καλλιστεία ριζοσπαστικής ρητορικής, ενώ το πραγματικό επίπεδο διαλόγου, ανταλλαγής απόψεων, αναλύσεων, και συνειδητοποίησης ήταν πολύ χαμηλό. Ο δρόμος για τα νταούλια του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ήταν ήδη έτοιμος και στρωμένος με ροδοπέταλα…
*Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις το βιβλίο του, Η βιομηχανία της Αλληλεγγύης, Ο Τζωρτζ Σόρος & η νέα ανθρωπιστική αυτοκρατορία
Γιώργος Ρακκάς Ο Γιώργος Ρακκάς γεννήθηκε το 1981 στην Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται σήμερα. Είναι μέλος του Άρδην από το 1999. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και έκανε το διδακτορικό του στην κοινωνιολογία. Αυτήν την περίοδο, εκπροσωπεί την παράταξη Μένουμε Θεσσαλονίκη στο Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης. Από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις κυκλοφορούν τα βιβλία του Οικόπεδο και Αποικία (2014) και Σύγχρονες Βαβέλ (2018).
Comments